Πέρασα απ’ έξω και την κοίταξα
(την αυλή που τόσο μίσησα).
.
Δυο γέρικα κουφάρια να σέρνονται είδα,
πεθαμένα εδώ και πέντε χρόνια.
.
Μια γριά καμπούρα κι
ένας γέρος με οργωμένο πρόσωπο,
.
με κοιτούν σαβανωμένα
με τα νερουλίσια μάτια τους.
.
Κι εγώ τρέμω στοιχειωμένος,
από την ανυπόφορη κατανόηση των πεθαμένων.
✧
Δεν είναι για μένα αυτό το μέρος,
(οι χτικιάρες λάμπες κι οι πικρές αυλές)
γιατί η καρδιά μου δε βαστά νεκρών ωδές.
.
Τρέμω στο αχνό το φως,
που τους δρόμους και την ανάσα μου στοιχειώνει.
Γιατί σ’ ένα τέτοιο φως, ανίερο,
μου μίλησαν (αυτοί) πετώντας στον αέρα.
✧
Τρέχαν από πίσω μου σαν σύννεφα κυνηγημένα
και μουρμουρίζανε λέγοντας πως ήρθανε για μένα.
.
Και το βήμα έκανα γοργό κι έκλεισα τ’ αυτιά μου.
(Απ’ τα στοιχειά) προστάτευα τα φτωχά τα λογικά μου.
.
Τρέχανε σαν το διάβολο κι ας ήταν βρικολάκοι.
(Μύρισα την ανάσα τους που έσταζε πικρό φαρμάκι.)
.
Μα ‘γω μια προσευχή ξεστόμισα, άγνωστη για μένα,
να με φυλά (άραγε ποιος;) από όντα ξεσκιωμένα.
.
Μα αυτός δε μ’ άκουσε (κι έκανα;) το σταυρό μου.
Και τότε ήρθε η στιγμή που έχασα το μυαλό μου.
.
Τους βλέπω, ξάφνου, από πίσω μου να γυρνούν εμπρός μου,
το χρώμα μου έφυγε, κι αυτός, ο εαυτός μου!
.
Από τότε στοιχειό κατάντησα και σκιάζω τους ανθρώπους,
γιατί η πανιασμένη φάτσα μου θυμίζει τους δαιμόνους.
.
Τα μάτια μου από τότε κόκκινα, μοιάζουν λυσσασμένα.
Δεν έφταιγα εγώ. Αυτοί!
Ω, θεέ, τι γυρεύαν από μένα;
.
✦⋆ ―✧― ⋆✦
© Δημήτρης Δελαρούδης
(Νοέμβριος ’96)
❧